Η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στη σκέψη απασχολούσε πάντα την επιστημονική κοινότητα. Σύμφωνα με τον Ε. Π. Παπανούτσο «Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες με την ίδια λέξη, τη διεθνή σήμερα λέξη “λόγος”, ονόμαζαν τη σκέψη και την ομιλία. Και τα δύο πάνε μαζί, όπως αναφέρει ο Πλάτωνας στο έργο του “Σοφιστής”».
Ο προσδιορισμός των δύο όρων θα βοηθήσει να κατανοηθεί η σχέση τους. Η γλώσσα είναι σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί σήματα που μεταφέρουν νόημα και συνδυάζονται σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής. Όπως αναφέρει η Ανδρέου (2012), με τη γλώσσα επιτυγχάνεται η επικοινωνία με τους άλλους, γιατί μέσω αυτής διευκολύνεται η κατανόηση, η αναπαράσταση και η έκφραση των εννοιών. Η σκέψη γεννιέται όταν ο οργανισμός αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα και κατορθώσει να το λύσει, χωρίς την ύπαρξη εξωτερικών αντικειμένων που θα τον βοηθήσουν, γιατί οι άνθρωποι σκέφτονται για αντικείμενα ή γεγονότα που δεν βρίσκονται και δεν διαδραματίζονται στο οπτικό τους πεδίο.
Η γλώσσα χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της πραγματικότητας η οποία υπάρχει και χωρίς αυτήν. Ωστόσο, η ερμηνεία των εμπειριών του ατόμου και η έκφραση της σκέψης επηρεάζονται από τη γλώσσα, με αποτέλεσμα ο τρόπος σκέψης ενός ατόμου να κρίνεται από τον τρόπο της γλωσσικής του έκφρασης. «∆εν είναι καθόλου άστοχο το λεγόμενο ότι ο καλύτερος τρόπος να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο, είναι να προσέξεις πώς εκφράζεται, πώς μιλεί και πώς γράφει» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ε. Π. Παπανούτσος.
Έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί πολλές θεωρίες για τη σχέση της σκέψης και της γλώσσας. Στα τέλη του 19ου αιώνα υποστηρίχθηκε ότι η γλώσσα δεν είναι αναγκαία για τη λειτουργία της σκέψης. Οι λέξεις που αξιοποιούνται από τον ομιλητή είναι τα μέσα για να εκφράσει τη σκέψη του. Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα ο J. B. Watson (1913), ως κυριότερος εκπρόσωπος του συμπεριφορισμού, ισχυρίστηκε πως η σκέψη είναι η μη φωνούμενη γλώσσα, η εσωτερική ομιλία με τον εαυτό μας. Εξέφρασε την άποψη ότι συμμετέχει όλο το σώμα στην παραγωγή σκέψης, όπως στη νοηματική των κωφών, όχι μόνο τα όργανα παραγωγής γλώσσας. Η άποψη αυτή, όμως, καταρρίφθηκε από πειράματα που αποδεικνύουν ότι τα άτομα με κινητικά προβλήματα λόγω εγκεφαλικής παράλυσης δεν έχουν δυσκολίες στη σκέψη.
Στις δεκαετίες του `20 και του `30 διατυπώθηκε η άποψη ότι η γλώσσα επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο σκέψης και αντίληψης του κόσμου. Η δομή της γλώσσας που μιλάει κάποιος και ο λεξιλογικός της πλούτος καθορίζει την ερμηνεία της πραγματικότητας. Οι γλώσσες εμφανίζουν περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες, γι` αυτό άνθρωποι που μιλούν διαφορετικές γλώσσες αντιλαμβάνονται, ερμηνεύουν και σκέφτονται με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα. Είναι η γνωστή υπόθεση γλωσσικού ντετερμινισμού ή θεωρία της σχετικότητας (Sapir & Worf, 1958). Την άποψη αυτή υιοθέτησε και ο Μ. Τριανταφυλλίδης, ο οποίος επισημαίνει ότι «Η γλώσσα και η σκέψη είναι στενότατα και αδιάσπαστα ενωμένες στο παιδικό μυαλό και σε στενή αλληλεπίδραση, από τότε που πρωτοαναπτύσσεται η γλώσσα ώσπου να διαμορφωθεί τελειωτικά. Η γλώσσα κάνει δυνατό να σχηματιστούν οι λογικές έννοιες και καθορίζει το χαρακτήρα τους. Η γλώσσα με τη μορφή της καθορίζει τη μορφή της σκέψης. Σκέπτεται ο άνθρωπος με λέξεις και με εικόνες … η σκέψη και η γλωσσική έκφραση δεν είναι χωριστά πράματα, όπως πίστευαν πολλοί, αλλά η σκέψη αναδύεται μέσα στη μορφή που την εκφράζει». Η θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας δέχτηκε κριτική από τους οπαδούς της θεωρίας του Chomsky (1965), κατά τον οποίο υπάρχει γλωσσική καθολικότητα, δηλαδή η βασική δομή είναι ίδια σε όλες τις γλώσσες και οι διαφορές των γλωσσών εντοπίζονται σε φωνολογικό επίπεδο (επιφανειακή δομή) και όχι σε σημασιολογικό (βαθιά δομή).
Σε αντίθεση με τη θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας βρίσκεται ο Piaget (1936). Ισχυρίστηκε ότι η γλώσσα εξαρτάται από τη σκέψη, γιατί: α. η σκέψη στον άνθρωπο εμφανίστηκε πριν τη γλώσσα, β. κατά την ανάπτυξή του η σκέψη παρουσιάζεται πριν τη γλώσσα και υπάρχει χωρίς αυτήν, γ. κάποια ανώτερα ζώα σκέφτονται χωρίς να έχουν γλώσσα, όπως οι άνθρωποι και δ. η αντίληψη της πραγματικότητας βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τη γνωστική ικανότητα και όχι από τη γλώσσα. Παράλληλα, ο Vygotsky (1934) υποστηρίζει ότι ο ρόλος της γλώσσας είναι διττός: α. επιτυγχάνεται η εξωτερική επικοινωνία των ανθρώπων και β. τακτοποιούνται οι σκέψεις εσωτερικά. Αποδίδεται η σκέψη με τη γλώσσα και η γλώσσα μεταφράζεται σε σκέψη.
Η εξέταση αυτής της σχέσης οδηγεί σε ένα βαθύτερο πρόβλημα αυτό της συνείδησης. Με έντονα λυρικό τρόπο ο Vygotsky παρουσιάζει αυτή τη σχέση. «Συνεπώς η σκέψη και η γλώσσα είναι κατάλληλες σαν κλειδί για την κατανόηση της φύσης της ανθρώπινης συνείδησης … Η συνείδηση αντανακλάται στην λέξη όπως ο ήλιος σε μια σταγόνα νερού. Η λέξη συμπεριφέρεται προς την συνείδηση όπως ο μικρός κόσμος προς τον μεγάλο, όπως το ζωντανό κύτταρο προς τον οργανισμό, όπως το άτομο προς τον κόσμο. Η εννοηματωμένη λέξη είναι ο μικρόκοσμος της συνείδησης».
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Ανδρέου, Γ. (2012). Γλώσσα. Θεωρητική και Μεθοδολογική Προσέγγιση. Αθήνα: Πεδίο
Chomsky, N. (1965). Aspects of the Theory of Syntax. Cambridge, MA: MIT Press
Παπανούτσος, Ε. Π. (2003). Οι δρόμοι της ζωής. Αθήνα: Νόηση
Schacter, D. I., Gilbert, D. T., Wegner, D. M. (2012). Ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg
Vygotsky, L. S. (1934/2008). Σκέψη και Γλώσσα. Αθήνα: Γνώση