Με μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν αξίζει να σταθούμε στις χρονολογίες σταθμούς για την εκπαίδευση των τυφλών στην Ελλάδα που αρχίζει στις 7/5/1906, όταν ιδρύθηκε ο «Οίκος τυφλών» από τον Δημήτριο Βικέλα, τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη και τον τότε Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο. Στη συνέχεια, ιδρύεται νηπιαγωγείο επί της οδού Λασκαρίδου το 1907, το 1912 χτίζεται το «Αμπέτειον Μέλαθρον», στο οποίο στεγάζεται ο «Οίκος Τυφλών», οικοτροφείο αρρένων το 1924 (Νικολοπούλειο οίκημα) και θηλέων το 1928. Παράλληλα, το 1936 ιδρύεται ο «Σύλλογος των φίλων των τυφλών» που βρίσκεται στο Μαρούσι ως σήμερα από την Ειρήνη Λασκαρίδου και το 1948 στη Θεσσαλονίκη το σωματείο «Οργάνωση Προστασίας Τυφλών Βορείου Ελλάδος». Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι τυφλοί εκπαιδεύονται πρώτη φορά το 1952. Δημιουργείται το ίδρυμα «Ο Ήλιος» στη Θεσσαλονίκη το 1973. Το Δημοτικό Σχολείο του Κ.Ε.Α.Τ. το αναλαμβάνει το Υπουργείο Παιδείας το 1982 και ονομάζεται πλέον Ειδικό Δημοτικό Σχολείο Τυφλών Καλλιθέας. Το 1989 το Υπουργείο ιδρύει Ειδικό Νηπιαγωγείο και Δημοτικό Σχολείο στα Γιάννενα και λίγο αργότερα στην Πάτρα. Στο Κ.Ε.Α.Τ. λειτουργούν Ειδικό Νηπιαγωγείο Τυφλών, Ειδικό Δημοτικό Τυφλοκωφών και Ειδικό Νηπιαγωγείο Τυφλοκωφών (Ορφανός, 2014).
Σύμφωνα με τον Heward (2011) με τον όρο «Διαταραχή όρασης» στη Νομοθετική Πράξη για την Εκπαίδευση των Ατόμων με Αναπηρίες δίνεται έμφαση στη σχέση μεταξύ όρασης και μάθησης. Έτσι, «διαταραχή όρασης, συμπεριλαμβανομένης της τύφλωσης, σημαίνει μία δυσλειτουργία της όρασης, η οποία, ακόμα και με διόρθωση, επηρεάζει αρνητικά την εκπαιδευτική επίδοση του παιδιού. Ο όρος περιλαμβάνει τόσο τη μερική όραση όσο και την τύφλωση». Όμως, οι εκπαιδευτικοί ταξινομούν τους μαθητές με διαταραχές όρασης σύμφωνα με τον βαθμό στον οποίο χρησιμοποιούν την όραση και/ή ακουστικά/απτικά μέσα για τη μάθηση. Έτσι, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α. μαθητές με ολική τύφλωση που χρησιμοποιούν τις αισθήσεις της αφής και της ακοής για τη μάθηση, γιατί δεν προσλαμβάνουν χρήσιμες πληροφορίες μέσω της όρασης, β. μαθητές λειτουργικά τυφλοί που μαθαίνουν κυρίως μέσω της ακοής και της αφής, χρησιμοποιώντας ίσως και την περιορισμένη όρασή τους για να συμπληρώσουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τις άλλες αισθήσεις για την εκτέλεση συγκεκριμένων έργων και γ. μαθητές με μερική όραση που χρησιμοποιούν την όραση ως βασικό μέσο μάθησης, αλλά συμπληρώνουν τις οπτικές πληροφορίες με απτικά και ακουστικά ερεθίσματα.
Η διαταραχή όρασης μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Είναι σημαντικό ο εκπαιδευτικός να γνωρίζει την ηλικία που ο μαθητής εμφάνισε τη διαταραχή. Ο εκ γενετής τυφλός έχει εντελώς διαφορετική θεώρηση του κόσμου από αυτόν που έχασε την όρασή του π.χ. σε ηλικία 12 ετών. Τα παιδιά με επίκτητη τύφλωση έχουν μεγάλο ιστορικό οπτικών εμπειριών στις οποίες βασίζονται, ενώ τα εκ γενετής τυφλά έχουν ιστορικό μάθησης μέσω της ακοής, της αφής και των άλλων μη οπτικών αισθήσεων. Τα παιδιά με επίκτητη τύφλωση διατηρούν οπτικές μνήμες όσων είδαν και αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερο βοηθητικό στην εκπαίδευσή τους. Ωστόσο, τα παιδιά με επίκτητη τύφλωση χρειάζονται μεγαλύτερη συναισθηματική υποστήριξη και αποδοχή από τα εκ γενετής τυφλά που δεν χρειάζεται να προσαρμοστούν ξαφνικά στην απώλεια της όρασης (Heward, 2011).
Οι εκπαιδευτικοί στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τα εμπόδια της μάθησης λόγω της τύφλωσης και της χαμηλής όρασης έχουν διαμορφώσει εξειδικευμένες μεθόδους και υλικά για την εφαρμογή του αναλυτικού προγράμματος. Η πρόοδος αυτή σε συνδυασμό με την πρόοδο της τεχνολογίας βοηθούν σημαντικά να υλοποιηθεί το αναλυτικό πρόγραμμα της γενικής εκπαίδευσης και να έχουν ακαδημαϊκή επιτυχία οι μαθητές με διαταραχές όρασης. Οι εκπαιδευτικοί των τυφλών μαθητών συχνά διδάσκουν δεξιότητες και έννοιες που οι μαθητές κατακτούν μέσω της όρασης, γι` αυτό πρέπει να οργανώνουν βιωματικές δραστηριότητες, ώστε να συγκεντρώνουν οι μαθητές πληροφορίες μέσω των μη οπτικών αισθήσεων.
Ωστόσο, το βασικό μέσο γραμματισμού των τυφλών ατόμων είναι το σύστημα Braille. Όπως αναφέρει ο Ορφανός (2014) «Είναι ένας κώδικας, ένα σύστημα συμβολαιογραφίας που χρησιμοποιούν για τη γραφή και την ανάγνωση άτομα με προβλήματα όρασης. Ως κώδικας αναπαριστά με ανάγλυφα στίγματα όλα τα γράμματα του αλφάβητου, τους αριθμούς και τα επιστημονικά σύμβολα». Το σύστημα Braille βασίζεται στο εξάστιγμο, που είναι ένα ορθογώνιο κελί αποτελούμενο από έξι κουκίδες-στίγματα, σε διάταξη τριών γραμμών και δύο στηλών. Οι αποστάσεις μεταξύ των στιγμάτων του εξάστιγμου είναι σταθερές. Το κάθε εξάστιγμο γράφεται δίπλα στο άλλο σχηματίζοντας οριζόντιες ακολουθίες.
Η εξοικείωση με το σύστημα Braille απαιτεί χρόνο και καθημερινή εξάσκηση όπως γίνεται για την εκμάθηση της ανάγνωσης γραπτού λόγου από τα παιδιά που έχουν φυσιολογική όραση. Τα μικρά παιδιά μαθαίνουν να γράφουν Braille με τη γραφομηχανή Perkins που έχει έξι βασικά πλήκτρα. Το κάθε πλήκτρο αντιστοιχεί σε ένα στίγμα του εξάστιγμου (Ορφανός, 2014). Τα μεγαλύτερα παιδιά διδάσκονται τη μέθοδο πλάκα και γραφίδα στην οποία σχηματίζουν κάθε φορά με το χέρι μια κουκίδα Braille από δεξιά προς αριστερά. Η μέθοδος αυτή προσφέρεται για λήψη σημειώσεων, γιατί είναι πολύ μικρή και λιγότερο θορυβώδης από τη γραφομηχανή Perkins (Heward, 2011).
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Heward, W. (2011). Παιδιά με ειδικές ανάγκες. Μία εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση. Αθήνα: Τόπος
Ορφανός, Π. (2014). Ψηλαφήματα – αφής μαθήματα. Αθήνα: Γρηγόρη