Στρατηγικές βελτίωσης της μνήμης

Η συγκράτηση πληροφοριών είναι διαδικασία απαραίτητη κατά τη φοίτηση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.  Όταν τα παιδιά επικεντρώσουν την προσοχή τους σε μια πληροφορία πρέπει με κάποιο τρόπο να τη συγκρατήσουν, ώστε να μάθουν από τις εμπειρίες τους ή να αξιοποιήσουν αυτή την πληροφορία για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος.  Άρα, η ανάπτυξη της μνήμης, των διεργασιών με τις οποίες αποθηκεύονται και ανακαλούνται πληροφορίες, είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους μαθητές, οι οποίοι καλούνται καθημερινά να αποστηθίσουν πλήθος πληροφοριών σε όλα τα μαθήματα.

Δυο είδη μνήμης είναι η μνήμη γεγονότων και η στρατηγική μνήμη.  Η μνήμη γεγονότων αναφέρεται στις αποθηκευμένες αναμνήσεις γεγονότων, όπως τη συγκίνηση που νιώσαμε κατά την αποφοίτησή μας ή τι φάγαμε για πρωινό.   Η μνήμη γεγονότων που περιλαμβάνουν αυτοβιογραφικές αναμνήσεις γεγονότων είναι αυτή που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ως «φυσική» μνήμη και σπάνια απαιτεί τη χρήση κάποιας στρατηγικής.  Η στρατηγική μνήμη, όμως, αναφέρεται στις διεργασίες που περιλαμβάνονται στη συνειδητή προσπάθεια του ατόμου να συγκρατήσει πληροφορίες ή να τις ανασύρει από τη μνήμη του, όπως ο αριθμός ενός τηλεφώνου, το υποκεφάλαιο «Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής» στο μάθημα της Ιστορίας.  Η στρατηγική μνήμη διευκολύνεται πολύ από τις μνημονικές στρατηγικές, πολλές από τις οποίες αποκτώνται, γιατί είναι χρήσιμες για τη συγκράτηση των πληροφοριών που διδάσκονται στο σχολείο.  Οι στρατηγικές αυτές είναι η εσωτερική επανάληψη, η οργάνωση, η επεξεργασία και η ανάκληση.

Η εσωτερική επανάληψη, η επανάληψη μιας πληροφορίας πολλές φορές μέχρι να θεωρηθεί ότι θα τη θυμάται κάποιος, είναι η πιο απλή, αλλά αποτελεσματική στρατηγική που αξιοποιείται για τη συγκράτηση νέων πληροφοριών.  Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται αποτελεσματικότερα με την πρόοδο της ηλικίας, π.χ. παιδιά 12 ετών και πάνω μπορούν να επαναλαμβάνουν πολλές λέξεις, επαναλαμβάνοντας τις πρώτες λέξεις κάθε φορά που επαναλαμβάνουν μια καινούρια (στρατηγική συσσώρευσης).  Αυτή η αποτελεσματική τεχνική εσωτερικής επανάληψης γίνεται σχεδόν αυτόματα στην εφηβεία. Χρησιμοποιείται από αυτά τα παιδιά χωρίς προσπάθεια, γιατί έχουν αρκετό χώρο εργαζόμενης/βραχυπρόθεσμης μνήμης (short-term store, STS/η επεξεργασία πληροφοριών κατά την οποία τα ερεθίσματα συγκρατούνται δευτερόλεπτα και υποβάλλονται σε επεξεργασία), για να ανακαλέσουν τις λέξεις που πρέπει να θυμούνται.

Η εσωτερική επανάληψη είναι αποτελεσματική τεχνική, αλλά στερείται φαντασίας.  Το άτομο που απλά επαναλαμβάνει π.χ. ονόματα αντικειμένων για να τα θυμάται μπορεί να μην καταφέρει να αντιληφθεί τις νοηματικές σχέσεις μεταξύ τους, οι οποίες θα το βοηθούσαν να τα θυμάται ευκολότερα (σημασιολογική οργάνωση).  Αυτό επιτυγχάνεται με την τεχνική της οργάνωσης.  Οι τεχνικές οργάνωσης δημιουργούνται σταδιακά μέσω των εμπειριών των παιδιών είτε ταξινομώντας/οργανώνοντας την ύλη που διδάσκονται με την καθοδήγηση του δασκάλου στο σχολείο είτε παρακολουθώντας τον δάσκαλο να παρουσιάζει την ύλη με οργανωμένο τρόπο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι θεματικές ενότητες που διδάσκονται στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας.  Η ανεξάντλητη ύλη επιβάλλει την ταξινόμησή τους σε ευρύτερες ομάδες  για να αναδειχθεί η σχέση μεταξύ των εννοιών που διδάσκονται, ώστε να αφομοιωθούν από τους μαθητές και να είναι σε θέση να επιχειρηματολογούν αποφεύγοντας τη στείρα αποστήθιση.  Ωστόσο, όσο κι αν είναι καίριος ο ρόλος των εκπαιδευτικών, οι μνημονικές στρατηγικές μπορούν παράλληλα να καλλιεργηθούν και από τους γονείς μέσω της συνεργασίας ή της καθοδηγούμενης μάθησης.

Μια ακόμη αποτελεσματική στρατηγική για την ενίσχυση της μνήμης είναι το να προσθέτει κανείς στοιχεία ή να επεξεργάζεται την πληροφορία που επιθυμεί να θυμάται.  Η επεξεργασία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, όταν πρέπει να συνδεθούν μεταξύ τους δύο ή περισσότερα ερεθίσματα (δημιουργία νοηματικών συνδέσμων), π.χ. κατά τη διδασκαλία της ορθογραφίας και του λεξιλογίου.  Η ετυμολογία των λέξεων για να αναδειχθεί η βασική σημασία τους και η σχέση τους με τις άλλες λέξεις που ανήκουν στην ίδια ετυμολογική οικογένεια θα βοηθήσει σημαντικά στην ορθογραφημένη γραφή και στην κατανόηση του νοήματός τους.  Η χρήση τεχνικών επεξεργασίας αυθόρμητα είναι μια στρατηγική που σπάνια συναντάται πριν την εφηβεία, γιατί τα μικρότερα παιδιά διαθέτουν πολύ λίγα νοητικά αποθέματα με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κάνουν πολύπλοκες επεξεργασίες. Σύμφωνα με τον Φράνσις Μπέικον «η γνώση είναι δύναμη», γι` αυτό όσα περισσότερα γνωρίζει κανείς τόσα περισσότερα μπορεί να μάθει και να θυμάται.

Όταν μια πληροφορία έχει περάσει στη μακροπρόθεσμη μνήμη (long-term store, LTS/οι πληροφορίες που έχουν εξεταστεί και ερμηνευτεί, μένουν μόνιμα αποθηκευμένες για μελλοντική χρήση) δεν είναι χρήσιμη αν δεν μπορεί κανείς να την ανακτήσει. Η ανάκτηση είναι είτε ελεύθερη ανάκληση, μια ανάμνηση που δεν υποκινείται από συγκεκριμένα ερεθίσματα/σήματα ή παροτρύνσεις είτε ανάκληση μέσω αισθητηρίου ερεθίσματος/σήματος, μια ανάμνηση που συνδέεται με το περιβάλλον, στο οποίο αρχικά συνέβη το ανακαλούμενο γεγονός.  Τα μικρά παιδιά αδυνατούν να ανακτήσουν από μόνα τους πληροφορίες, γι` αυτό πρέπει να αποφεύγονται οι γενικές ερωτήσεις και να επιλέγονται πιο συγκεκριμένες.

Στη διαδικασία της μάθησης σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η εργαζόμενη μνήμη, γιατί επηρεάζει τη σχολική επίδοση.  Η χωρητικότητα της εργαζόμενης μνήμης αυξάνεται σταδιακά κατά την αναπτυξιακή πορεία.  Η ανάπτυξη ολοκληρώνεται περίπου στο 15ο έτος ηλικίας. Τα ελλείμματα στην εργαζόμενη μνήμη: α. Περιορίζουν τη μάθηση. β. Εμφανίζονται σε παιδιά με ειδική γλωσσική διαταραχή, σε παιδιά με διαταραχή της προσοχής/υπερκινητικότητα. γ. Συνδέονται με δυσκολίες στην ανάγνωση, αριθμητική, αντιγραφή από τον πίνακα, διατήρηση της προσοχής. Για τη βελτίωση της εργαζόμενης μνήμης προτείνονται τα ακόλουθα:

  1. Διατήρηση σε εμφανές σημείο πληροφορίων που χρησιμοποιούνται συχνά.
  2. Απαλλαγή του περιβάλλοντος από διασπαστικές πληροφορίες.
  3. Αναγνώριση των δυσκολιών.
  4. Συμμετοχή του παιδιού στη διαδικασία της μάθησης.
  5. Μείωση του υλικού που δίνεται στα παιδιά.
  6. Επαναλήψεις.
  7. Χρήση βοηθημάτων και στρατηγικών.
  8. Ενθάρρυνση του παιδιού να ζητά βοήθεια.

Ολοκληρώνοντας, η γνώση για τη μνήμη και τις διεργασίες της, η μεταμνήμη, αυξάνεται σημαντικά ανάμεσα στα 4 -12 έτη.  Η μεταμνήμη δεν είναι πάντα απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή μνήμη.  Όμως, η εκπαίδευση στη χρήση μνημονικών στρατηγικών είναι καλύτερη όταν υπάρχουν στοιχεία μεταμνήμης.  Για να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να πληροφορήσουν το παιδί γιατί μια στρατηγική είναι καλύτερη από τις άλλες που μπορεί να χρησιμοποιήσει και πότε είναι καλό να τη χρησιμοποιεί.  Επομένως, η ικανότητα του παιδιού να καταλαβαίνει πώς ή γιατί οι μνημονικές στρατηγικές λειτουργούν, φαίνεται να είναι το καλύτερο μεταγνωστικό μέσο πρόγνωσης για τη χρήση που θα κάνει σε αυτές τις τεχνικές.

Βιβλιογραφική αναφορά:

Shaffer, D. R. (2008). Εξελικτική Ψυχολογία. Παιδική ηλικία και εφηβεία. Αθήνα: Ίων